πληκτροφόρος

πληκτροφόρος
-ο / πληκτροφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -α, Ν
νεοελλ.
φρ. α) «πληκτροφόρα όργανα» — μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται με την πίεση τών δακτύλων πάνω σε πλήκτρα, κουμπιά ή μοχλούς
β) «πληκτροφόρα όργανα με δοξάρι» — έγχορδα πληκτροφόρα όργανα, στα οποία οι χορδές δονούνται με τη βοήθεια ενός μηχανικού δοξαριού, συνήθως με περιστρεφόμενους κυλίνδρους
αρχ.
(για τον πετεινό) αυτός που έχει πλήκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κεντρο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πληκτροφόρα — πληκτροφόρος with spurs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • άλυδος — (alydus). Ετερόπτερα έντομα που ανήκουν στην οικογένεια των κιμηκιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική, μέσα στα δάση. Το σώμα τους είναι αρκετά μακρύ και λεπτό, ενώ το κεφάλι σχηματίζει ένα περίπου ισόπλευρο τρίγωνο. Τα πιο γνωστά είδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”