- πληκτροφόρος
- -ο / πληκτροφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -α, Ννεοελλ.φρ. α) «πληκτροφόρα όργανα» — μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται με την πίεση τών δακτύλων πάνω σε πλήκτρα, κουμπιά ή μοχλούςβ) «πληκτροφόρα όργανα με δοξάρι» — έγχορδα πληκτροφόρα όργανα, στα οποία οι χορδές δονούνται με τη βοήθεια ενός μηχανικού δοξαριού, συνήθως με περιστρεφόμενους κυλίνδρουςαρχ.(για τον πετεινό) αυτός που έχει πλήκτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κεντρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.